πυρπολῶ

πυρπολῶ
πυρπολέω
light and keep up a fire
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
πυρπολέω
light and keep up a fire
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πυρπολώ — πυρπολῶ, έω, ΝΜΑ βάζω φωτιά σε κάποιον ή σε κάτι και τον καταστρέφω εντελώς, απανθρακώνω (α. «ο ψυχασθενής πυρπόλησε με πετρέλαιο τη γυναίκα του» β. «τὶς ἡμῶν πυρπολεῑ τὴν οἰκείαν;», Αριστοφ.) αρχ. 1. ανάβω φωτιά και τη διατηρώ 2. επιτίθεμαι… …   Dictionary of Greek

  • πυρπολώ — πυρπολώ, πυρπόλησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πυρπολώ — ησα, ήθηκα, ημένος, βάζω φωτιά, καταστρέφω με πυρκαγιά, κατακαίω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυρπόλωι — πυρπόλῳ , πύρπολος wasting with fire masc/fem/neut dat sg πυρπόλῳ , πυρπόλος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφλογίζω — (AM καταφλογίζω) (επιτ. τ. τού φλογίζω) πυρπολώ, κατακαίω νεοελλ. καταφλογίζομαι πάσχω από φλόγωση μσν. 1. (για συναίσθημα) μτφ. φλέγω, πυρπολώ 2. (για τον θάνατο) μτφ. εξαφανίζω («τοὺς πάντας θάνατος, Ἅδης καταφλογίζει», Αχιλλ.) 3. μέσ. (για… …   Dictionary of Greek

  • πίμπρημι — Α 1. πυρπολώ, βάζω φωτιά σε κάτι (α. «πρῆσε δὲ πυρὸς θύρετρα», Ομ. Ιλ. β. «ἠθέλησε πυρὶ πρῆσαι κατ ἄκρας», Σοφ. γ. «πρήσω πόλιν», Αισχύλ.) 2. φλεγμαίνω, έχω φλεγμονή («πίμπρησι δὲ χείλη», Νίκ.) 3. πρήθω*. φυσώ και φουσκώνω κάτι, προκαλώ φούσκωμα… …   Dictionary of Greek

  • περιπίμπρημι — Α 1. πυρπολώ κάτι ολόγυρα, από όλες τις πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πίμπρημι «καίω, πυρπολώ»] …   Dictionary of Greek

  • προεμπίμπρημι — Α πυρπολώ προηγουμένως κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐμπίμπρημι «πυρπολώ»] …   Dictionary of Greek

  • προσεμπίμπρημι — Α 1. κατακαίω, πυρπολώ επιπροσθέτως («ἐὰν δὲ ἐξελθὸν πῡρ εὕρῃ ἀκάνθας, καὶ προσεμπρήσῃ ἅλωνας ἢ στάχυς», ΠΔ) 2. παθ. προσεμπίμπραμαι (για έλκη) φλεγμαίνομαι πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμπίμπρημι «πυρπολώ»] …   Dictionary of Greek

  • προσεμπυρίζω — Α πυρπολώ επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμπυρίζω «πυρπολώ, καίω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”